παρηις

παρηις
    παρηΐς
    πᾰρηΐς
    -ΐδος ἥ щека, ланита Aesch., Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παρηις" в других словарях:

  • παρηΐς — ΐδος και παρηϊάς, άδος και συνηρ. τ. παρῇς, ῇδος, ἡ, Α παρήϊον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά* «μάγουλο» + επίθημα ίς / ιάς] …   Dictionary of Greek

  • παρῆις — παρῇς , πάρειμι 1 sum pres subj act 2nd sg παρῇς , παρίημι let fall at the side aor subj act 2nd sg παρῇς , παρίημι let fall at the side aor subj act 2nd sg παρῇς , πείρω pierce aor subj pass 2nd sg πᾱρῇς , πηρός disabled in a limb fem dat pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηίδα — παρηίς fem acc sg παρηίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηίδας — παρηίς fem acc pl παρηίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηίδες — παρηίς fem nom/voc pl παρηίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηίδι — παρηίς fem dat sg παρηίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηίδος — παρηίς fem gen sg παρηίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηίδων — παρηίς fem gen pl παρηίς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηίσι — παρηίς fem dat pl παρηίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηίσιν — παρηίς fem dat pl παρηίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρῄς — παρηίς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»